κοιρανίδης

κοιρανίδης
κοιρᾰν-ίδης [νῐ], ου, ,
A member of a ruling house, S.Ant.940 (anap., pl.), Sammelb.5829 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοιρανίδης — κοιρανίδης, ὁ (Α) μέλος ηγεμονικού οίκου, άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίρανος + κατάλ. ίδης (πρβλ. δραπετ ίδης, ηγεμον ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • κοιρανίδαι — κοιρανίδης member of a ruling house masc nom/voc pl κοιρανίδᾱͅ , κοιρανίδης member of a ruling house masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιρανίδᾳ — κοιρανίδαι , κοιρανίδης member of a ruling house masc nom/voc pl κοιρανίδᾱͅ , κοιρανίδης member of a ruling house masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

  • κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”